- σταχτοδοχείο(ν)
- το , σταχτοθήκη η пепельница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταχτοδοχείο — το, Ν ρηχό δοχείο από μέταλλο, γυαλί ή άλλο υλικό για να ρίχνουν οι καπνιστές τη στάχτη και να σβήνουν τα αποτσίγαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχτη + δοχείο] … Dictionary of Greek
σταχτοδοχείο — το μικρό σκεύος για τη στάχτη των τσιγάρων, τασάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνοδοχείο — το (Α καπνοδοχεῑον) νεοελλ. 1. επιτραπέζιο δοχείο για την εναπόθεση κομμένου καπνού ή τσιγάρων για χρήση τών καπνιστών 2. σταχτοδοχείο αρχ. η καπνοδόκη* … Dictionary of Greek
σταχτιέρα — η, Ν σταχτοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχτη + κατάλ. ιερά (πρβλ. τσαγ ιέρα)] … Dictionary of Greek
τάσι — το, Ν 1. μεταλλικό πλατύστομο κύπελλο με το οποίο πίνεται νερό ή άλλο ποτό («η μια κερνάει με το γυαλί... κι η τρίτη η καλύτερη μ ένα ασημένιο τάσι», δημ. τραγούδι) 2. ο μεταλικός δίσκος ζυγαριάς 3. σταχτοδοχείο 4. τεχνολ. μεταλλικό διακοσμητικό… … Dictionary of Greek
τασάκι — το, Ν [τάσι] υποκορ. μικρό δοχείο για τη στάχτη τών τσιγάρων, σταχτοδοχείο … Dictionary of Greek
τεφροδοχείο — το, Ν 1. δοχείο στο οποίο φυλάσσεται η τέφρα νεκρού 2. σταχτοδοχείο, τασάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + δοχείο. Η λ., στον λόγιο τ. τεφροδοχεῖον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
γόπα — η 1. είδος ψαριού με νόστιμη σάρκα. 2. αποτσίγαρο: Άδειασα το σταχτοδοχείο από τις γόπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάσι — το (λ. τουρκ.) 1. μεταλλικό πλατύστομο κύπελλο νερού, κρασιού κτλ. 2. σταχτοδοχείο, πιατάκι τσιγάρου. 3. ορειχάλκινος δίσκος της σύγχρονης ορχήστρας, κλαπατσίμπαλο. 4. δίσκος ζυγαριάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεφροδοχείο — το 1. δοχείο όπου τοποθετείται η στάχτη νεκρού. 2. σταχτοδοχείο τσιγάρου, τασάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)